οινηρός

οινηρός
οἰνηρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» — ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.)
2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.)
3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί
4. (για θεραπευτική μέθοδο) αυτή που γίνεται με επιθέματα εμβαπτισμένα στον οίνο («οἰνηρὴ ἰητρείη», Ιπποκρ.)
5. γεμάτος κρασί, αυτός που περιέχει κρασί (α. «οἰνηραὶ φιάλαι» — πλατιά ποτήρια κρασιού, Πίνδ.
β. «κεράμιον οἰνηρόν», Ηρόδ.)
6. (για μέτρο) αυτός που χρησιμεύει για τη μέτρηση τού οίνου («οὐ γὰρ πανταχοῡ ἴσα τὰ οἰνηρὰ καὶ σιτηρὰ μέτρα», Αριστοτ.)
7. (για χώρα) αυτός που παράγει οίνο, οινοπαραγωγός («Χίος οἰνηρά», Καλλ.)
8. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰνηρά
φόρος για τον οίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. λαχαν-ηρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οἰνηρός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηρά — οἰνηρός of neut nom/voc/acc pl οἰνηρά̱ , οἰνηρός of fem nom/voc/acc dual οἰνηρά̱ , οἰνηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηρῶν — οἰνηρός of fem gen pl οἰνηρός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηρόν — οἰνηρός of masc acc sg οἰνηρός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηραῖς — οἰνηρός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηροῖς — οἰνηρός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηροῖσι — οἰνηρός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηροῖσιν — οἰνηρός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηροί — οἰνηρός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνηροῦ — οἰνηρός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”